Δύο καθρέφτες.. Ο Α και ο Β. Ο ένας απέναντι στον άλλον. Ο Α έβλεπε το είδωλο του στον απέναντι , που κι αυτός με τη σειρά του αντικατόπτριζε το είδωλο του Α ξανά πάνω στον Α και ο Α ξανά πάνω στον Β και ούτω καθεξής.
Δύο άνθρωποι. Ο Α και ο Β. Ο ένας απέναντι στον άλλον. O A έβλεπε το είδωλο του όταν παρατηρούσε τα μάτια του Β , που κι αυτός με τη σειρά του αντικατόπτριζε το είδωλο του Α ξανά πάνω στο βλέμμα του Α και ο Α ξανά πάνω στον Β και ούτω καθεξής.
Ο Β καθρέφτης έβλεπε πάνω στον Α και το είδωλο του Α , που αυτός αντικατόπτριζε πάνω του, μα και το είδωλο του…. Που ο Α αντικατόπτριζε ξανά πάνω στον Β κι έτσι ο Β αντικατόπτριζε το είδωλο του πάνω στον Α ξανά και ούτω καθεξής.
Ο Β άνθρωπος έβλεπε στα μάτια του Α και το είδωλο του Α , που ο ίδιος αντικατόπτριζε πάνω του, μα και τον εαυτό του.. Που ο Α αντικατόπτριζε ξανά πάνω στον Β κι έτσι ο Β αντικατόπτριζε το είδωλο του πάνω στον Α ξανά και ούτω καθεξής.
Οι καθρέφτες σιωπηλοί, ακίνητοι , συνέχιζαν να παίζουν αυτό το παιχνίδι της εικόνας…
Ο Α γύρισε αλλού τη ματιά του και διστάζοντας στην αρχή ,
φώναξε : “Παράτα με!!” και πετάχτηκαν οι φλέβες στο λαιμό του απ’ το ουρλιαχτό..
Ο Β γύρισε το βλέμμα του και δάκρυσε.
Οι καθρέφτες σιωπηλοί, ακίνητοι, συνέχιζαν να παίζουν αυτό το παιχνίδι της εικόνας…
Ο Α έμοιαζε να μην καταλαβαίνει….. Τι τον έκανε να φωνάξει έτσι ;
Ο Β κοιτούσε ξανά τον Α και στο βλέμμα του έβλεπε κανείς τον Α να αντικατοπτρίζεται.. Γι’ αυτό έμοιαζε κι αυτός να μην καταλαβαίνει.. “Τι μ’ έκανε να φωνάξω έτσι;”.
Οι καθρέφτες σιωπηλοί, ακίνητοι, συνέχιζαν να παίζουν αυτό το παιχνίδι της εικόνας…
Ενώ ο Β δεν είχε ποτέ φωνάξει , ο Α όταν τον κοίταξε στα μάτια αντίκρισε την δική του απορία : «Τι μ’ έκανε να φωνάξω έτσι;».Έτσι νόμιζε πως εκείνος φώναξε .Ο Α θύμωσε κι έφυγε. Να μην ξαναντικρίσει και να μην ξανακαθρεφτίσει ποτέ τον Β. «Να μην ξαναδεί ποτέ ο Β το βλέμμα του στο βλέμμα μου.» σκέφτηκε…
Οι καθρέφτες σιωπηλοί, ακίνητοι, συνέχιζαν να παίζουν αυτό το παιχνίδι της εικόνας…
Ο Β δεν πρόλαβε να ξαναδεί το βλέμμα του Α , κι έτσι όλοι θα μπορούσαν να ξεχωρίσουν πως στην πραγματικότητα το βλέμμα του έλεγε : «Μα σ’ αγαπώ, γιατί;»
Σκέφτηκε να φωνάξει στον Α. Να γυρίσει… Να δει τι πραγματικά έλεγε το βλέμμα του : «Μα σ’ αγαπάω ,γιατί ;» Αλλά κοντοστάθηκε… Τίποτα δεν είχε νόημα πια. Γιατί ό,τι κι αν το δικό του βλέμμα πραγματικά έλεγε, όταν ο Α γυρίσει ο Β θα αντικατοπτρίσει το δικό του βλέμμα. Οπότε ο Α θα ’χει και πάλι την ίδια αντίδραση. Τίποτα…Θα περιμένει εδώ ,μέχρι ο Α να γυρίσει από μόνος. Με το παλιό καλό βλέμμα. Αυτό που τόσα χρόνια του άρεσε να αντικατοπτρίζει..
Οι καθρέφτες σιωπηλοί, ακίνητοι , συνέχιζαν να παίζουν αυτό το παιχνίδι της εικόνας…