Πέμπτη, Νοεμβρίου 23, 2006

ΖΗΤΙΑΝΟΙ ΠΟΛΥΤΕΛΕΙΑΣ


Μπήκα και χτύπησα το εισιτήριο μου. Κάθισα. «Νομοταγής πολίτης», «φιλήσυχος». Πάντα. Δεν σκέφτηκα ποτέ να συντρίψω έτσι απλά ότι νοιώθω να με περιορίζει. Ποτέ δεν έκανα την παραπάνω αυτή σκέψη που θα με χωρίσει απ’ το ανούσιο και την ανία της εποχής μας .. Πάντα κλεισμένος στο δωμάτιο που έχτισαν για’ μένα να παραμένω εκεί και να αφουγκράζομαι την ζωή 24 ώρες το 24ωρο. Πότε θα ξεσπάσω ; Το έχω σταλήθεια ανάγκη. Να φτύσω κατάμουτρα όσα μίσησα.. Όσα μου καταστρέφουν την κάθε μέρα. Την κάθε στιγμή. Ένας πλανόδιος μουσικός μπήκε μερικές στάσεις μετά από ‘μένα . Φλάουτο. Ααααχ… Γαλήνη. Μέσα στη βουή ,τη τόση φασαρία ένα όργανο που βγάζει γλυκές μελωδίες σαν της σιωπής. . Νότες που ταξίδεψαν απ’ τα δέντρα και τις πεδιάδες , τα βουνά , τους βοσκούς και τα κελαριστά νερά ήρθαν ως εδώ για να με συναντήσουν . Σ’ ευχαριστώ... Δεν ξέρω τ’ όνομα του. Κοιτάω στ’ αριστερά . Μια τεράστια έντονα φωτισμένη διαφήμιση με φτιασιδωμένες «καλλιτέχνιδες» και «καλλιτέχνες». Αψεγάδιαστα πρόσωπα με χρώματα κλόουν στο απαλότερο τους. Ο πλανόδιος μουσικός συνέχισε να παίζει … Κοίταξα γύρω και όπως μάντεψα: Όλοι ήταν αδιάφοροι. Έμοιαζε μουσικός καταδικασμένος στη μοναξιά του. Σ’ αυτή την σκληρή μοναξιά που ένας καλλιτέχνης νοιώθει όταν φανερώνει την ψυχή του σε ακροατήριο χωρίς ψυχή. Μια άλλη φωτεινή διαφήμιση τώρα τραβούσε σε όλους την προσοχή. Νοιώθω την ανάγκη να δώσω μια και να πυροβολήσω αυτό το ψέμα. Να βάλω φωτιά σε όσα περιβάλλουν την ουσία μας. Σε όσα με σάρκα και ψέμα κρύβουν την αλήθεια μας. Να λιώσουν εκεί μπροστά στα μάτια μου και να ξέρω πως δεν θα τα ξαναδώ.

Πόσοι θα πουν αυτόν τον άνθρωπο ζητιάνο…;

Μα ποιος στ’ αλήθεια είναι ο ζητιάνος ; Αυτός ;; Αυτός που απέμεινε με το μικρό ,ταπεινό του φλάουτο να παίζει τις πιο γλυκές του μελωδίες στα λεωφορεία ή αυτά τα τόσο εκνευριστικά χαμογελαστά , φωτισμένα πρόσωπα της επιγραφής ; Ποιος ζητιάνεψε την δόξα και τον πλούτο ; Ποιος εμφανίζεται συνεχώς μπροστά στα αποχαυνωμένα μας μάτια ζητιανεύοντας φήμη ; Ποιος έπνιξε την «τέχνη» - την ψυχή του στα σκατά για τα λεφτά ; Τόσες κι άλλες τόσες σκέψεις… Δεν άντεξα. Η αηδία υπερχείλισε στο μυαλό μου.

Χαμογέλασα… Έδωσα 50 λεπτά στον μουσικό και κατέβηκα .

Έψαξα αρκετή ώρα για να βρω μια πέτρα στα μέτρα που ήθελα. Πήγα κοντά στην επιγραφή…

... Αντίο Ζητιάνοι Πολυτελείας!



(Το σκίτσο , πολυχρησιμοποιμένο . Απ'τον banksy.)

Δευτέρα, Νοεμβρίου 13, 2006

Αυτός Είμαι

Αίμα απ’το αίμα σου. Σώμα απ’το σώμα σου. Ψυχή απ’την ψυχή σου. Αγάπη απ’την αγάπη σου. Πόνος απ’τον πόνο σου. Θάνατος απ’τον θάνατο σου...

Αυτός είμαι μητέρα...

Ευχαριστώ την Έλενα Σίμου για την ζωγραφιά


Σάββατο, Νοεμβρίου 11, 2006

«Σε είχα δει σε μια ζωγραφιά ξαφνικά έγινες νότες.

Σε είχα αφήσει κρυμμένο μέσα στο μυαλό μου, ξαφνικά έγινες λέξεις.

Ήσουν ξεχασμένη στο σκοτάδι και είπα να σε κάνω όνειρα.

Αυτά πέρασαν πια, τώρα σε ψάχνω κάθε μέρα που περνά για να σε κάνω στιγμή από το παρελθόν.»


Καλημέρα,

Ανασαίνεις μέσα σε ένα ψέμα. Ναι είναι αλήθεια. Μπορεί να σου μοιάζει αληθινό ότι έκανες τόσο καιρό όμως λάθος κατάλαβες. Αδημονώ να σε πείσω γι’ αυτό κι είπα να σου γράψω. Έχει περάσει σχεδόν ένας χρόνος ή μήπως δύο; Μήπως πάντα ήταν έτσι; ‘ Και τι με αυτό; ’ θα μου πεις. Δίκιο θα χεις. Θα μείνω πάλι με ένα χαμόγελο στο στόμα, ειρωνικό, που θα ναι μέσα στα δάκρυα. Όπως και να ‘χει . Για μια στιγμή μου φάνηκε ότι έγινες πέτρα και εγώ έψαχνα να βρω τα μάτια σου. Να σε κοιτάξω. Να σου μιλήσω. Η καρδιά μου καιγόταν. Είχα ακούσει μια ιστορία που θέλω να στην πω.

Ήταν μια πέτρα κάποτε, που θέλησε να αποκτήσει ψυχή. Θέλησε να νιώθει κάθε χτύπημα. Κάθε στιγμή που θα την χτυπά ο άνεμος και θα την βρέχει η βροχή. Να νιώσει κάθε ακτίνα του ήλιου. Να ζήσει στην θάλασσα και να κάνει παρέα με τα ψάρια. Να ζήσει με τους ανθρώπους και να αποκτήσει θύμησες. Πότε της όμως δεν κατάλαβε πως τόσο καιρό είχε ψυχή και λαχταρούσε. Λαχταρούσε να ζήσει την ψυχή της.
Έμενε εκεί, ακούνητη. Δεν κατάφερνε να νιώσει ότι ποθούσε. Δεν έκανε βήμα, όλα αυτά μόνο τ’ ονειρευόταν και έκανε υπομονή. Το μόνο που ήθελε πια ήταν να μη περάσει άλλη στιγμή της ζωής της σαν πέτρα. Τότε ήταν που θέλησε να φύγει, να κουνηθεί. Θέλησε να αλλάξει και να πορευτεί σαν κάτι άλλο. Πίστευε πως μόνο έτσι θα ζούσε την ζωή της, τα όνειρα της. Μόνο που τώρα το μόνο της όνειρό, ήταν να μην είναι πέτρα. Έχασε τα πάντα. Το χρώμα της, το σχήμα της. Τα όνειρά τις έγιναν θύμησες τελικά, αλλά δεν το κατάλαβε. Έμπαινε μπροστά σε ζώα και ανθρώπους για να την κουνήσουν, να την πετάξουν κάπου, όπου ήθελαν. Έτσι, για να μπορέσει να βρει τρόπο να αλλάξει. Δεν ξαναγύρισε πίσω στην θέση που έμενε τόσο καιρό. Ξέχασε την θέα που ‘χε ο ουρανός από το μέρος της. Τόσο την είχε λατρέψει. Κ’ όμως ούτε που την θυμόταν πια. Έφτασε κοντά στην θάλασσα το μόνο που θυμόταν ήταν το μίσος της. Την είχαν συνθλίψει, την είχα λαξεύσει, της είχαν χαρίσει ότι ποθούσε πλέον για να αλλάξει, αλλά ήταν ακόμα πέτρα. Έτσι έπεσε μέσα. Χάθηκε. Έγινε χώμα του βυθού...

Ανασαίνεις μέσα σε ένα ψέμα. Ακόμα το πιστεύω. Δεν ξέρω, δεν νομίζω να σε πείσω εύκολα. Ξέρω… θες να ξεφύγεις, προσπαθείς. Από τα λόγια σου το καταλαβαίνω.



«Σε είχα δει σε μια ζωγραφιά ξαφνικά έγινες νότες.

Σε είχα αφήσει κρυμμένο μέσα στο μυαλό μου, ξαφνικά έγινες λέξεις.

Ήσουν ξεχασμένη στο σκοτάδι και είπα να σε κάνω όνειρα.

Αυτά πέρασαν πια, τώρα σε ψάχνω κάθε μέρα που περνά για να σε κάνω στιγμή από το παρελθόν.»