Τετάρτη, Αυγούστου 14, 2013

Παρελθόν...(αναμνήσεις 3)

Το παρελθόν.
Μερικοί δεν το ξεχνούν.
Κι εγώ ένας από αυτούς.
Κάπου εκεί  βρίσκεται ξεχασμένη η αθωότητα.
Πάντα πιστός στο ραντεβού.
Την ανάκληση.
Πόσο σημαντικό είναι αυτό το βίωμα της ανάκλησης.

Επιτρέφουμε και χαράσουμε τελικά την ζωή στους χάρτες εκείνους, τους κιτρινούς,
τους ξεθωριασμένους...


Πάει κι αυτό... το ταξίδι στην ανάκληση.


Τετάρτη, Ιουνίου 19, 2013

Ο παιδικός μου φίλος ο Παύλος, ο Σκουρογιάννης, η εφορία και η ζεστή κοιλάδα

Με τον Παύλο παίζαμε μαζί όταν ήμασταν παιδιά στο αδιέξοδο στενάκι κάτω από το σπίτι μου. Σχεδόν κάθε απόγευμα πιστοί στο ραντεβού μας. Μία παρέα 10 περίπου πιτσιρίκια κορίτσια  - αγόρια.  Ένα σωρό γνωστά και άλλα αυτοσχέδια ομαδικά παιχνίδια στον δρόμο.  Πρώτα σκιρτήματα (ούτε καν έρωτες δεν μπορώ να πω), ιδρωμένες αγκαλιές, παιχνίδι, παιχνίδι,παιχνίδι. Ποδόσφαιρο, μήλα, αυτοσχέδιες μπασκέτες για μπάσκετ, ξύλο και ψιθυριστά κουτσομπολιά. Προσπαθώ να θυμηθώ τότε τον εαυτό μου, τι σκεφτόταν, όμως μου είναι αδύνατον να θυμηθώ. Σκεφτόμουν άραγε τίποτα για το μέλλον μου; Μπα… μάλλον όλος ο κόσμος τελείωνε στο σώμα της Αγγελικής που ήταν κορίτσι και για μένα ήταν αξιοθαύμαστες τότε οι αλλαγές στο σώμα της σε σχέση με το δικό μου. Όλος ο κόσμος τελείωνε στην μπάλα που η στριφνή (γνωστή και ως γεροντοκόρη) μας την πήρε! Όλος ο κόσμος τελείωνε στο τοίχο πίσω από την καφέ πολυκατοικία που φοβόμουν αλλά τόλμησα να πηδήξω. Ο κόσμος άρχιζε στο στενάκι και τελείωνε στο στενάκι μας. Μάλλον όχι, τελείωνε στο σπίτι, που καταϊδρωμένος - μαύρος από τα κυλίσματα στον δρόμο – και κυρίως πεινασμένος έτρωγα την περιβόητη ριγανάδα ή λίγο καρπουζάκι με φέτα!

Σήμερα είδα τον Παύλο, περπατούσε κάπως περίεργα, είχε παχύνει πολύ, τρομακτικές αυτές οι αλλαγές πολλές φορές. Τον είδα στην αρχή από πίσω. Τόσο πολύ άλλαξε που δεν τον αναγνώριζα. Πλησιάζαμε στην Εφορία και για κάποιον λόγο ήμουν σίγουρος ότι κι αυτός θα πήγαινε εκεί. Περίεργες μερικές φορές αυτές οι προβλέψεις. Σε κάνουν να πιστέψεις ότι έχεις μαντικές ικανότητες. Ή λες μετά πως αυτή η συνάντηση δεν ήταν τυχαία. Ίσως να είναι κι έτσι βέβαια. Άλλωστε τι στην ζωή μας είναι τυχαίο; Ίσως όλα στην αρχή να είναι τυχαία όμως όλα αυτά τα τυχαία δεν έχουν καθόλου τυχαία έκβαση.

Μπήκε μέσα και όταν αργότερα μπήκα κι εγώ με ρώτησε αν ξέρω που βγάζουμε κλειδάριθμο. Πόσο άλλαξα κι εγώ για να μην με γνωρίσει.

-Επ, Βαγγέλη (Πάλι καλά με γνώρισε.) Τι κάνεις κλπ. Πάμε για κλειδάριθμο. Τι κάνεις, δουλεύεις; (Εγώ θέλω να του πω αν θυμάται καθόλου τα παιχνίδια μας. Δεν μίλησα.) Δεν το σκέφτεσαι να φύγεις Βαγγέλη, τι να κάνεις εδώ; Εγώ ετοιμάζομαι, θα φύγω. Που; Δεν ξέρω ακόμα, ετοιμάζω ένα project, μία δουλειά και όταν θα είναι έτοιμο θα προσπαθήσω να το προωθήσω για έξω. Οπουδήποτε να πάω δεν με ενδιαφέρει. Ντάξει, δεν θα φύγω και Αυστραλία μάλλον κάπου κοντά.( Εγώ θέλω να του πω ότι πια δεν κατεβαίνουν άλλα παιδιά στο στενό μας. Γιατί; Δεν μίλησα.) Μα δεν το σκέφτεσαι; Εδώ είναι μπουρδέλο ρε’συ.. κοίτα εδώ ουρά.. τους σιχάθηκα ρε! Ούτε να τους βλέπω δεν θέλω. Όχι, δεν θέλω να φύγω, έχω φτιάξει την ζωή μου εδώ , μου ξεφεύγει. Δουλεύεις; Όχι.( Ήθελα να του πω ότι δεν είναι αυτό η ζωή. Θέλω να του πω ότι έχω μια πολύ όμορφη σχέση που με γεμίζει, μία παρέα ξεχωριστή, εσύ Παύλο;) Ρε ‘συ εγώ στο λέω, ντάξει δεν θέλω να γίνομαι «φορτωτικός», αλλά το λέω γιατί πιστεύω ότι θα έχω τύψεις αργότερα, θέλω όσα παιδιά έτσι συμπαθώ να τους τα πω για να μην γυρίσουν αργότερα και το μετανιώσουν. (Ωραία επανάσταση Παύλο... Δεν μίλησα) Έτσι και ο πατέρας μου δούλευε πόσα χρόνια στην Ολυμπιακή για να φτάσει να τον απολύσουν. Και το λέει, μου λέει Παύλο έπρεπε να σας είχα πάρει το 99 και να φεύγαμε. Αφού τα έβλεπα για την κωλοελλάδα. Κοίτα ρε μαλάκα. Όχι κοίτα μέσα. Όλοι όσοι δουλεύουν είναι πάνω από 50. Θα έπρεπε, να, όλοι αυτοί να’χουνε πάρει πούλο. Που να κάνουν γρήγορα αυτοί ρε μαλάκα να τελειώνουμε να φύγουμε; (Παύλο ο πατέρας σου που απολύθηκε από την Ολυμπιακή πόσο χρονών ήταν; Δεν μίλησα.) Ντάξει είναι ωραία η Ελλάδα, αλλά ξέρεις για τι είναι; Να δουλεύεις έξω και να’ ρθεις εδώ καλοκαιράκι, νησάκια, θάλασσα και μέχρι εκεί. Μετά πάλι πίσω να ζήσεις αξιοπρεπώς. (Ήθελα να του πω για τον Χατζή και για την Γερμανία του Σκουρογιάννη, για την απογοήτευση του και τη ζωή του στη Γερμανία, για την απογοήτευση του και τη ζωή του στην Ελλάδα. Για την «κοινωνία της κατανάλωσης, το ξερίζωμα και την αλλοτρίωση των ανθρώπων» που έλεγε ο Μπρουσάκης στο ελληνικό καφενείο και τον ξένιζε τον Σκουρογιάννη, του φαίνονταν όλα αυτά σοφά πολύ και δυσνόητα. Άραγε διαβάζεις καθόλου λογοτεχνία Παύλο; Πόιηση; Τι μουσική ακούς; Δεν μίλησα.) Μου το λένε εμένα, έχω πόσους φίλους στο εξωτερικό, Παύλο μου λένε φύγε όσο είσαι νέος, καμία σχέση εδώ η ζωή. Άντε να δούμε ρε πούστη μου πότε θα τελειώσουμε εδώ πέρα. Κοίτα εδώ μπαίνει ο άλλος μέσα, δεν ρωτάει τίποτα. Άμα ξεχαστείς και λίγο σου παίρνουν την ουρά… Είχα τσακωθεί την άλλη φορά, δεν θέλω να ξανατσακώνομαι… Πάλι καλά κάπως προχωράει.

Τελειώσαμε και έφυγε ο Παύλος βιαστικός με χαμόγελο νικητή που ξεμπέρδεψε και με το μεγάλο του όνειρο για το εξωτερικό. Εγώ έμεινα εκεί να αισθάνομαι λίγο πιο μαλάκας ακόμα από ότι και πριν από αυτήν την «τυχαία» συνάντηση.

Ο Σκουρογιάννης πάει στο δάσος για να βρει καταφύγιο στην ανεπιτήδευτη φύση, να βρει αλήθεια μακριά από ανθρώπους να βρει αλήθεια στην αρκούδα που ακόμη δεν χάθηκε και ζει κάπου εκεί ανάμεσα στα πανύψηλα ρόμπολα της Βάλια Κάλντα ξύνοντας την πλάτη της στους κορμούς. Ο Τράκας κάθε τόσο τον ρώταγε «Τι ετοιμάζεις εσύ εκεί;» « Για ξυλεία πας, ε; Καλά το κατάλαβα. » Ο Σκουρογιάννης ποτέ δεν εξήγησε γιατί πάει στο δάσος. Μόνο άφηνε να τον τυραννάει με τις ηλίθιες ερωτήσεις του.

Άρχισα να περπατάω αργά, πολύ αργά. Εξαντλητικά αργά. Σαν οι σκέψεις να απορροφούσαν όλη την ενέργεια από το σώμα μου. Ή σαν από πείσμα. Να περπατήσω αργά σαν να μην ταιριάζω στο σκηνικό της ταχύτητας της πόλης. Όπως κάτι παππούδες παράταιροι με το σκηνικό γύρω τους στην πόλη. Λες και τους έκανες κολλάζ και τους έβαλες από την πλατεία του χωριού τους κατευθείαν μπροστά στη Συγγρού με ένα μονάχα σελοτέιπ. Αργά. Μέχρι το κουρείο του κυρ- Γιάννη που μονίμως ονειρεύεται την επιστροφή του στην Ίμβρο! Ο κυρ- Γιάννης βλέπεις έχει άλλα όνειρα. Ίσως παρόμοια αλλά και τόσο διαφορετικά. Περίμενε έξω στον ελάχιστο ίσκιο μιας νερατζιάς από αυτές  τις χιλιοταλαιπωρημένες των πεζοδρομίων. Ά ρε κυρ – Γιάννη φωνάζω ξαποσταίνεις στον ίσκιο του πλάτανου; Α ναι, μου λέει, εδώ να’ χαμε και μια βρύση να τρέχει ωραία θα’ τανε... Όμως ούτε πλάτανος υπάρχει, ούτε βρύση με κρύο νερό από το βουνό, ούτε πλατεία του χωριού υπάρχει. Ένα μικρό υπόγειο κουρείο μόνο και μια πόρτα και ένα air condition για να δροσιστούμε και να πάψουμε να ακούμε το πηγαινέλα των αυτοκινήτων στη λεωφόρο.

Σάββατο, Μαΐου 11, 2013

Ego


Στο μυαλό μου κρατάω μια εικόνα. Μια στιγμή. 

Μια στιγμή όχι τυχαία. Είναι από αυτές τις στιγμές που περιέχουν ένα φάρμακο που λέγετε "ευτυχία". Μια στιγμή που δεν θα χαθεί ποτέ από μέσα μου.

Εκτός από αυτούς που μοιράστηκαν αυτή την στιγμή, η εικόνα αυτή έχει πολλές όψεις ...

Αυτή η εικόνα ξεθωριάζει όλο και περισσότερο. Ο Εγωισμός ξεθωριάζει τα σωθικά. Φέρνει το κίτρινο της ερήμου και το αποθέτει στην ψυχή.

Η εικόνα μια νεκρή φύση.

Κρατάω στο μυαλό μου την ίδια εικόνα - την στιγμή- μόνο που στην εικόνα αυτή πλέον περιγράφομαι εγώ, κρατώντας την εικόνα στην οποία περιγράφεται  η "ευτυχία" που τσαλακώθηκε  και ο εγωισμός που την πέτα στον κάλαθο των αχρήστων...




Σάββατο, Μαρτίου 02, 2013

Τι ακριβώς;


Δυσκολεύομαι ώρες ώρες να συνδεθώ με την πραγματικότητα. Να την καταπιώ. Είναι δύσκολο βλέπεις. Όσα συμβαίνουν γύρω... η ξεφτίλα προελαύνει. Εγώ βέβαια αλλιώς τα φανταζόμουν τα πράγματα. Αντί του φόβου, αισθανόμουν μια ελπίδα ατέρμονη. Κι όμως η ελπίδα φιμώνετε… παύει. Αντί αυτής της εξαθλίωσης, έβλεπα γύρω μου να κυριαρχεί η αλληλεγγύη. Πλέον ακόμη κι οι "σοφοί" φοβούνται να βγουν από το καβούκι τους. 

Είναι το σημείο φαίνεται αυτό που ζούμε, που όλα γίνονται ξεκάθαρα. Οι απόψεις και οι αερολογίες γίνονται πλέον ξεκάθαρες και απόλυτες θέσεις. Το μίσος είναι πλέον ξεκάθαρο κι ο διαχωρισμός γιατρεύει σαν βάλσαμο. Η άγνοια γίνεται θεμέλιο και οι σημαίες με τα απόλυτα ορθά γεωμετρικά σχήματα προελαύνουν. 

Πλέον όταν ακούω τα βήματα κάποιου, ξέρω ότι βαδίζουμε μαζί στο αδιέξοδο… μερικές φορές οδηγούμαστε εκεί από αντίθετους δρόμους αλλά το κρίμα είναι ότι η επικοινωνία που έχουμε είναι ανόητη. Φαίνεται είμαστε τόσο αποκομμένοι… 

Τα τερατουργήματα που έχουμε χτίσει γύρω μας, δεν μας επιτρέπουν να κοιταζόμαστε. Και όταν κοιταζόμαστε - γύρω από τις σκοτεινές γωνίες - νιώθουμε ίσως μια απέχθεια ο ένας για τον άλλον. Εγώ τουλάχιστον αρχίζω να απεχθάνομαι την βλακεία. Με έχει κουράσει πάρα πολύ. Δεν μπορώ να συγχωρέσω εύκολα, δεν μπορώ να υπομένω άλλο αυτές τις σάπιες σκέψεις, τις ανόητες. Κι όμως παραμένω στην γωνία αποχαυνωμένος και κοιτάζω. 

Στα μάτια σου περιμένω να δω την αγάπη, την αλληλεγγύη, την γαλήνη, να ξέρω ότι θα είσαι εκεί. Έτσι ονειρευόμουν τα πρωινά μου εγώ. Την κάθε μου ανάσα, λεύτερη. 

Η ίδια μου η οργή, η απέχθεια και η αντίσταση σε αυτήν την ξεφτίλα, σε αυτόν τον πλήρη αποπροσανατολισμό στον οποίο έχουμε επιδοθεί. Με πνίγει… 

Ας με πνίξει λοιπόν, μέχρι να καούν οι σημαίες σας, να καούν τα σύνορα που έχετε χαράξει στις ψυχές, μέχρι να καταρρεύσει η άγνοια -τα θεμέλια σας-, μέχρι να καταλάβετε ότι το κεφάλι σας - που ομιλεί και υμνεί τα δεδομένα και τα αδιέξοδα αυτού του κόσμου, αυτού του κόσμου που σας έκανε απόντες, φασίστες, νομιμόφρονες, οικογενειάρχες, λεφτάδες, αφεντικά, βολεμένους, πρόβατα δικαστές, νωθρούς, δειλούς και υπερασπιστές των δυναστών σας -  είναι στο λάκκο. 

Και είναι πολύ βαθύς ο λάκκος και δεν μπορούμε να έχουμε το βλέμμα μας γερμένο προς το φως, γιατί οι γραμμοσκιάσεις από τα σώματα τους μας καλύπτουν τον ουρανό. 

Περιμένουν στην κορφή. Από το πέρα της παιδικής αθωότητας μου και μετά τους βλέπω συνεχώς εκεί. 

Είμαι συνεχώς εκεί.

Είμαστε συνεχώς εκεί.

Κι εγώ άραγε τι ακριβώς περιμένω ν' αλλάξει;