Μόνη, μόνος. Εσύ και η ψυχή σου… Αναρωτιέμαι βρίσκεται ακόμα μέσα σου ; Νιώθεις τον χρόνο να περνάει ; Έχει σημασία για σένα πια ; Ζωή ε; Σε ενοχλεί η μοναξιά. Το καταλαβαίνω, είναι άλλωστε προφανές.
« Σιωπή, ησυχία… Γίνεσαι διαρκώς μια ενόχληση. Δεν μας ενδιαφέρει πια η ζωή σου, η ύπαρξη σου… Εν ολίγης, σκάσε σου λέω. »
Σε λίγο ξεχνιέσαι…μπορείς να κάνεις κι αλλιώς… ζητάς, ζητάς αλλά τίποτα. Άραγε πόσο καιρό βρίσκεται αγκαλιά με την μοναξιά, ένα, δύο… εκατό χρόνια ; Πώς νιώθεις όταν είσαι αγκαλιά με το τίποτα για τόσο πολύ καιρό ; Πώς κρατιέσαι στην ζωή ; Ας είναι καλά τα λεφτά και τα φάρμακα… Συνοδεύουν και γιατρεύουν τον σωματικό πόνο, την αδιαφορία και τις ενοχές…
« Ναι κύριε, πλήρωσα για να κρατήσω στην ζωή τον άνθρωπο που “αγαπάω”. Τι ; Νιώθει μοναξιά ; Έχω κάνει το παν, πληρώνω. Τι άλλο να κάνω, τόσα χρόνια την “φροντίζουν” εκεί, με τα λεφτά μου! Δεν μπορώ άλλο με αυτές τις επισκέψεις. Μαυρίζει η ψυχή μου σε αυτά τα μέρη. »
Κρατιέσαι λοιπόν, τα λεφτά δίνονται απλόχερα για να σε διατηρούν στην ζωή. Δεν λέω, ίσως χρειάζονται. Μήπως όμως θα αντάλλαζες αυτήν την ζωή που την κρατάνε τα ευρο… Με μία αγκαλιά της εγγονής σου; Με μια αγκαλιά της κόρης σου; Μήπως; Δεν ξέρω, δυσκολεύομαι να στα πω όλα αυτά…ίσως να μην έχω την δύναμη να κάνω αυτήν την συζήτηση μαζί σου… Ίσως σε πληγώσω ακόμα περισσότερο και σβήσω ότι συναίσθημα σου έχει μείνει. Σε ακούω να τους μιλάς στο τηλέφωνο, « Βρε με έχετε αφήσει εδώ χωρίς να έρθετε ούτε ένα λεπτό να με δείτε. Τόσες μέρες πέρασαν, δεν ντρέπεστε, επιτρέπονται τέτοια πράγματα ; Το καμάρι μου, άντε να σε καλά μικρή μου και να προσέχεις, σας αγαπάω. Άντε γεια σου και να έρθεις να με δεις ε ;» Παρόλο που τους μαλώνεις , παρόλο που σε πικραίνουν, αγαπάς πάνω από όλα. Έτσι υπάρχεις ε ; Πραγματικά θα με καταλάβαινες αν σου μιλούσα ; Η μήπως τα λόγια μου αυτά, λόγια για την μοναξιά, μαύριζαν τα σύννεφα και μάτωναν τα αστέρια σου ; Ποδοπάταγαν την ελπίδα σου ; Εσύ μου λες… «για πάρε μου ένα τηλέφωνο…» και γώ σκέφτομαι ότι η μοναξιά σε κομμάτιασε, λες… « είδες που δεν δίνουν σημασία…» Τι να πω και πώς θα βρω λόγια να περιγράψω και να βαλσαμώσω τις πληγές της απόγνωσης, της οργής, της αγανάκτησης, για την αγάπη που νιώθεις για αυτούς, που βλέπω ότι σε εγκατέλειψαν. Μπαίνω στο κόπο να σε νιώσω, εγώ ένας άγνωστος που, που και που με εκνευρίζεις κιόλας με την επιμονή σου και τις φωνές σου. Όλο ζητάς και φωνάζεις… Θυμάται κανένας άνθρωπος στις μέρες μας, ότι πρέπει να νιώθουμε τους γύρω μας, έστω αυτούς που πονάνε, ή είναι μεγάλος ο κόπος για να το κάνει κανείς αυτό ; Ας ελπίζουμε ότι υπάρχουν κάποιοι που νιώθουν.
Κάποιος μου είπε ότι καλός λόγος δεν βγαίνει από το στόμα σου. Στενοκεφαλιά, αποστροφή και αυθάδεια για όλους και για όσα λεν … Αναρωτιέμαι αν αυτό, κάποιος μπορεί να το κάνει επιχείρημα για να μην σε βοηθά ακόμα και όταν πνίγεσαι από το ίδιο σου το κορμί. Αλλά ξέρεις όταν φωνάξεις, θα ακουστεί μια επιβλητική φωνή ουρλιάζοντας…Σιωπή!!!
Μια ζωή τα ίδια, εγώ στην ηλικία μου, πλάθω την θλίψη της μοναξιάς μου, σε οποιοδήποτε δημιούργημα μπορεί να γεννήσει η ψύχη, τα χέρια και η καρδιά μου. Η έστω το προσπαθώ. Έτσι χαίρομαι φορές που νιώθω μόνος. Ναι χαίρομαι που η μοναξιά μου, με πλέει σε πελάγη, τα οποία μου έδωσαν ότι πολυτιμότερο έχω. Μοιάζει παράξενο για κάποιον αυτό ε ; Και τι, νομίζεις ότι με νοιάζει ; Το μόνο που σκέφτομαι είναι ότι είναι αχαριστία να μιλάω εγώ για μοναξιά. Για το πόσο μόνος νιώθω, η για το πώς η μοναξιά μου γίνεται δημιουργία και μου δίνει ελπίδα. Αυτό που με τσακίζει, είναι να βλέπω ότι εσύ δεν έχεις την δυνατότητα να πιαστείς από κάτι, όταν βρίσκεται στην μοναξιά σου. Πόσο μάλλον όταν η μοναξιά καταπίνει την ζωή σου και ξάφνου μπορεί να υπάρχουν και στιγμές που να μην θυμάσαι τίποτα. Να τρελαίνεσαι… μα μου λες «Χριστινάκι έλα, τα σεντόνια μου είναι καθαρά, έλα ξάπλωσε εδώ κοντά μου. » Κι γώ ξέρω καλά ότι η μοναξιά, η εγκατάλειψη, ή τα φάρμακα που σε κάνουν “καλά”, σε τρέλαναν, γιατί ούτε Χρίστίνα με λένε αλλά ούτε το κρεβάτι σου με χωράει. Εδώ ίσα ίσα χωρά εσένα. Μήπως τους ονειρεύεσαι πάλι ; Τελικά δε θυμάσαι ποιος ή ποια είσαι, ούτε καν ότι μπορείς να κουνηθείς. Ότι έχεις την δύναμη να αγγίξεις κάτι. Όσο βλέπω τις κινήσεις σου μου δίνεται η εντύπωση ότι πια η ψυχή σου, δεν επικοινωνεί με το σώμα σου. Για να του δώσει δύναμη να αγγίξει, να νιώσει, να κοιτάξει. Τα πάντα σε καταβάλλουν πια. Ο πόνος αγιάτρευτος και η αγάπη καταντά φαρμάκι το οποίο παίρνεις σε μικρές δόσεις. Που και που… σαν συναντάς τα πρόσωπα που αγαπάς. Και μέρα με την μέρα, το φαρμάκι, απλώνεται στο κορμί σου μέχρι να σε κάνει φυτό και να έρθει το τέλος.
Παρόλα αυτά πιστεύω ότι οι άνθρωποί σου σε αγάπησαν. Ωστόσο σιγά σίγα η ενοχή του ότι δεν σε βλέπουν ξεχνιέται, κι η ανάγκη τους να σε φροντίζουν γίνεται βάρος, για λόγους διαφόρους, που δεν είναι της παρούσης. Πιστεύω ότι νιώθοντας μόνος έχω το δικαίωμα να φανταστώ πώς είναι να νιώθεις παντελώς την εγκατάλειψη. Το μόνο που καταφέρνω είναι να σε ακούω και υπήρχαν φορές που σε βοήθησα. Η μοναξιά σου όμως, σαν αντάμωσε την δικιά μου, με έκανε να γράψω αυτές εδώ τις αράδες, έτσι για να μπορώ να σε θυμάμαι. Εσένα και όποιον ή όποιαν έτυχε να επιζεί, αγκαλιά με τα όνειρα της μοναξιάς του.