Γερασμένος, γεμάτος σημάδια στο πρόσωπο, ουλές που διαπερνούν τα σωθικά, έσκυψες. Πόναγες στη μέση . Όλες σου οι αναμνήσεις γίναν καρφιά που τρυπούν την σπονδυλική στήλη. Έτσι σε είδα μπροστά μου. Και είναι αυτές οι λίγες στιγμές που κανείς μπορεί να νιώσει ότι όλοι οι άνθρωποι είμαστε μία μάζα που όταν χτυπήσει ένας από αυτήν πονούν όλοι. Έτσι ένιωσα. Στράφηκα προς το άδειο σου βλέμμα και τρόμαξα.
Μετά με έκανες να νιώσω καλύτερα κάνοντας μου αστεία, δείχνοντας μου πως δήθεν δεν συμβαίνει τίποτα. Χαμογελώντας. Σαν να ήσουν ένας ακόμη από αυτή την μάζα και τίποτα παραπάνω. Να μην δώσω παραπάνω σημασία σε ό,τι πίστευα ότι είδα σε αυτό το κουφάρι - σε αυτά τα μάτια. «Μην δίνεις σημασία» μου είπες «σώμα – ύλη είναι. Μια χαρά είμαι. Είμαι καλά». Και σκύβοντας σου ‘πέσαν από το σακάκι ένα σωρό χαρτάκια γεμάτα σημειώσεις. Πάλι χαμογέλασες κι άρχισες να τα μαζεύεις σαν να ήταν τίποτα παλιόχαρτα, κάποιες σκισμένες αποδείξεις ή κάποια άνευ ουσίας επιστολή από κάποια δημόσια υπηρεσία.
Τα μάζευες ένα-ένα και τα ’βαζες στην εσωτερική τσέπη του σακακιού και εγώ έβλεπα κάτι κουρασμένα τρεμάμενα γράμματα πάνω τους. Ξεθωριασμένα. Θα ΄βαζα στοίχημα είναι από αυτά τα στυλό που πουλάνε στα ψιλικατζίδικα. Συνέχισες χαμογελώντας να κάνεις επαναλαμβανόμενα την κίνηση από το πάτωμα στο σακάκι βιαστικά όσο στο επέτρεπε η ευελιξία του σώματος σου. Τα χέρια σου κινούνταν γεμάτα αβεβαιότητα. Το σακάκι είχε δύο τσέπες. Άλλα τα έβαζες στην πάνω, άλλα στην κάτω και ήταν τυχαίο κάθε φορά το που θα μπει το κάθε χαρτάκι. Όπου πήγαινε το χέρι από μόνο του, σαν να μην το έλεγχες.
Αναρωτήθηκα πως άλλοι με τόση μεγάλη αυτοπεποίθηση καταφέρνουν να μετρούν και τα εκατοστά ακόμα χωρίς καθόλου να κοιτούν. Είναι μεγάλος αγώνας κάθε κίνηση. Πόσος κόπος χρειάζεται για το καθετί. Πόσο όλοι αυτοί φαίνεται να αψηφούν την ζωή που τους έχει δοθεί. Πόση ύβρις να θεωρείς τα πράγματα τόσο αυτόματα. Και πόσο άδικο να τα καταφέρνουν όμως στα αλήθεια. Χωρίς κανένα λεπτό προσωπικής αδυναμίας.
Δεν σε βοήθησα καθόλου. Ήξερα πως ότι και να έκανα θα ήταν λάθος. Κι αυτές και αν είναι καταραμένες στιγμές. Αυτές οι στιγμές που ό,τι κι αν πράξεις μπροστά σε αυτό που συμβαίνει είναι λάθος. Ό,τι – ό,τι κι αν είναι αυτό. Όλα λάθος και να το γνωρίζεις εκ των προτέρων. Και η απραξία – το να μείνεις αμέτοχος – πάλι λάθος. Και έμεινα αμέτοχος. Απλά κοίταζα χαζομειδιάζοντας. Μετά ούτε αυτό. Γύρισα και το βλέμμα, ντράπηκα. Σκεφτόμουν τόσα πράγματα. Ήξερα πως αυτά τα χαρτιά δεν θα ’πρεπε να τα διαβάσω. Ούτε λέξη. Κι εσύ δεν θα’ θελες να βλέπω την αμηχανία σου καθώς τα μαζεύεις. Απ’ την άλλη κι άμα δεν κοίταζα, πόσο άσχημο θα ήταν να μην σε βοηθήσω καθόλου, πόσο άσχημο ενώ βλέπω την κούραση προσωποποιημένη στο άσπρο σου πρόσωπο να την αγνοήσω. Όλα λάθος. Πόση βία είμαι αναγκασμένος να σου ασκήσω. Η ύπαρξη σου είναι εκ φύσεως αδύναμη. Εκ φύσεως θα βρίσκεσαι για πάντα σε δεύτερη μοίρα σε σχέση με τους υπόλοιπους. Δεν πρόκειται περί αναπηρίας αλλά περί αγνής υπόστασης. Μπορεί να εξηγηθεί αυτό ίσως σε κάποιον άλλον κόσμο. Να θυμηθούμε να το κοιτάξουμε όταν θα βρεθούμε εκεί. Θα το σημειώσω σε εκείνο το άδειο μπλοκάκι γράφοντας μια σημείωση με το διάφανο μελάνι. Ξέρεις αυτό το ανεξίτηλο.
Φεύγοντας τίποτα δεν έγινε. Απλά έφυγες. Κανένα ιδιαίτερο βλέμμα δεν ανταλλάξαμε, κανένα δάκρυ δεν κύλησε από κανέναν για κανέναν, τίποτα δεν νιώσαμε ούτε εσύ ούτε κι εγώ απλά κενό. Όπως πάντα. Αυτό το κενό που αγνοούσα την ύπαρξη του για τόσα χρόνια και πλέον έχει γίνει ο μόνιμος σύμμαχος της ζωής. Κενό. Αγαπημένο κενό το τίποτα.
Το χαρτί που ξέμεινε πίσω έγραφε «…στην πραγματικότητα δεν σε γνώριζα καθόλου και καθόλου δεν ξέρω τι υπάρχει μέσα σου. Αν με ρώταγε κανείς θα απάνταγα "τίποτα"…» Έγραφε κι άλλα. Όμως ποιος ο λόγος να σας τα γράψω.
Τώρα που ξεκινά το μεγάλο ταξίδι που να βρει κανείς το νόημα;
Θυμήθηκα εκείνο το τραγούδι με τους... παιδιάστικους στίχους... από τα ανέμελα εφηβικά χρόνια...
2 σχόλια:
Περπάτησα πολὺ στὰ αἰσθήματα,
τὰ δικά μου καὶ τῶν ἄλλων,
κι ἔμενε πάντα χῶρος ἀνάμεσά τους
νὰ περάσει ὁ πλατὺς χρόνος.
Πέρασα ἀπὸ ταχυδρομεῖα καὶ ξαναπέρασα.
Ἔγραψα γράμματα καὶ ξαναέγραψα
καὶ στὸ θεὸ τῆς ἀπαντήσεως προσευχήθηκα ἄκοπα.
Ἔλαβα κάρτες σύντομες:
ἐγκάρδιο ἀποχαιρετιστήριο ἀπὸ τὴν Πάτρα
καὶ κάτι χαιρετίσματα
ἀπὸ τὸν Πύργο τῆς Πίζας ποὺ γέρνει.
Ὄχι, δὲν εἶμαι λυπημένη ποὺ γέρνει ἡ μέρα.
Κ.Δημουλά
:-) Έλαβα και εγώ κάρτες λοιπόν... με στιχάκια...
Όμως είμαι λυπημένος που η μέρα γέρνει. Πάντα υπάρχουν και οι νύχτες όμως.
Δημοσίευση σχολίου