Σαν να τα εχω βαλει με την φυση. Ετσι νιωθω. Οτι και να κανω η φυση, ανικητη. Καθε περιπατος, καθε ταξιδι, σαν να 'ναι μεσα στην βροχη και κοντρα στον ανεμο. Προσωπα γκριζα. Ομοιομορφη ενδυμασια. Τα παντα προσεγμενα και εντυπωσιακα, πανοφορια και παπουτσια σε γκριζο χρωμα με παντελονια μαυρα. Παντου μια εκνευριστηκη ομοιομορφια. Ο δρομος αγνωστος, απατιτος. Κανενα γνωριμο προσωπο διπλα μου. Βρισκομαι στην μεση αυτης της πορεια και γυρω αυτες οι περιεργες υπαρξεις. Αδυνατω να δω το χρωμα των ματιων τους, αδυνατω να καταλαβω για ειμαστε στην ιδια πορεια. Αδυνατω να νιωσω τι πραγματικα ειναι αυτο που μας κανει να πορευομαστε μαζι. Κι ομως προχωραμε - Το φεγγαρι δινει την ασημενια αποχρωση του στα σταχια που βρισκονται εκατερωθεν του δρομου- Στην μεση του πουθενα, μεσα σε αυτην την μεγαλη πεδιαδα που βρισκομαστε με τις μικρες αλλα συνεχεις υψομετρικες διακυμανσεις, στεκεται ενα πευκο. Ποσο κουραγιο μου δινει αυτη η εικονα. Συνηρμικα... η μοναξια του δεντρου μεσα στην ομοιορφια του τοπιου, με τις μικρες πετρες, τους κοντους θαμνους και το κοκκινο ανακατεμενο χωμα, μου φανταζει ιδια με την μονοξια μου μεσα σε αυτην την πομπη, σε αυτο το περιεργο ταξιδι. Ετσι αγωνιω να μετακινηθω μεσα στην μαζα απο ανθρωπους. Νιωθω οτι ο περιπατος αυτος ειναι ανοητος. Εγω γνωριζω οτι ταξιδευω χωρις να υπαρχει καποιος προορισμος. Αλλωστε δεν χρειαζεται χαρτης για να σου δειξει την διαδρομη στο ονειρο. Απλα ακολουθεις την διαδρομη που χαραζει η θεληση σου, η ασυγκράτητη παιδικη θεληση. Ονειρο σημαινει το τιποτα. Ονειρο σημαινει η ζωη. ονειρο σημαινει αγαπη. Ονειρο σημαινει θανατος. Ονειρο σημαινει πονος, θλιψη, δακρυα, ευτυχια, γελιο, χαμογελο. Ονειρο σημαινει ενα ταξιδι χωρις επιστροφη. Ονειρευομαι...ταξιδευω. Προσπαθω να κατανοησω γιατι στα ματια των γυρω μου φαινεται ο προορισμος. Εγω ξερω οτι οσοι ονειρευονται δεν γνωριζουν πως θα επελθει το τελος ειτε ποιος ειναι ο προορισμος τους. Αλλωτε φανταζει παραδεισος, αλλωτε κολαση. Απορω. Ειτε λοιπον θα με ποδοπατησουν, διοτι ηδη ξερουν τον προορισμο τους, ειτε θα πορευθουν μη γνωριζοντας γιατι ταξιδευουν, μενοντας αμετοχοι σε αυτο το ταξιδι. Αμετοχοι στην ζωη. Η νυχτα εχει καλυψει τα παντα. Η σιωπη με εχει καταβαλει. Αρχιζω να φανταζομαι τους ηχους ενος πιανου, η καλυτερα μιας μικρης ορχηστρας. Ξαφνου ακουω μουσικη. Μου φαινονται ολα τοσο ματαια. Δεν εχω καμια επαφη με κανενα. Χανω καθε υπομονη... Ο αερας τρυπαει τα αυτια μου. Το χωμα σηκωνεται με ορμη και τυφλωνει τα ματια μου. Τα συννεφα καλυπτουν το φεγγαρι. Κλεινω τα ματια μου. Η μαζα αυτη των ανθρωπων εχει χωριστει σε δυο γραμμες. Εγω αποπροσανατολισμενος εχω μεινει στην μεση. Διακρινω οτι εχουν δημιουργηθει ομαδες ατομων σε σειρα, αριστερα και δεξια, που τις χωριζει μια κεφαλη, ενα ατομο, μαυροφορεμενο. Δεν μπορω να διακρινω το προσωπο του. Το υψος του ειναι κανονικο. Τα χερια του σηκωνοντε κατα τακτα χρονικα διαστηματα και δινουν στους πισω εναν ρυθμο... Δεν μπορω να διατυρω συνεχεια τον ιδιο ρυθμο. Εγω υπακουω στον δικο μου χρονο. Σταματαω. Αμεσως νιωθω πιο ελευθερος. Διακρινω την πομπη να χανεται πισω απο τους αναρίθμητους κοντους λοφους. Ο δρομος βρισκεται ακομη εκει. Βεβαια τωρα μπορω και εχω καθαρο οριζοντα. Εχοντας την δυνατοτητα να φανταστω, αφηνω το σωμα μου να υπερνικησει την βαρυτητα. Ανυψωνομαι και βλεπω χιλιαδες παραδρομους. Γυρω απο αυτην την υψομετρικη ασυμετρια, υπαρχουν βουνα με ομαλες καμπυλοτητες, πυκνα δασοι και ποταμια. Μια φυσικη πανδεσια. Η νυχτα βεβαια δεν με βοηθα να κοιτω μακρυα. Στα αυτια μου αντηχει η ατμοσφαιρικοτητα του πιανου, μια σκοτεινη, θλιβερη, νοσταλγικη, ανατολιτικη, συμφωνια. Παταω ξανα στην γη. Η πομπη φαινεται να αφησε καποιους πισω. Αποψε συναντησα μια ψυχη. Μια ψυχη σαν την δικια μου. Μονο και μονο επειδη εμεινε πισω. Εμεινε εκει ενας ανθρωπος, ρακενδυτος, νικημενος απο τον ρυθμο αυτης της πορειας, νικημενος απο την ματαιοτητα, απο την καθοδηγηση, απο την υπομονη, απο την μιζερια. Υπνοτισμενος και συμβιβασμενος απο την διαδρομη αυτη φαινεται να αφεθηκε κι αυτος, σε μιαν αλλη μοιρα. Σε εναν αλλο κοσμο. Τωρα στεκει πισω σαν χαμενος, μα χαρουμενος. Μακαρι να συναντηθει η χαρα μας.
Σημερα, στεκω ψηλα σε ενα υψωμα. Ο ηλιος γλυκανε την καρδια μου. Αναζητω ακομα τον δρομο μου. Μολις που περνω την πυλη ενος πετρινου χωριου ξεχασμενου στον χρονο. Η πετρα των σπιτιων εχει γινει ενα με το βουνο. Ηρθα εδω γνωριζοντας οτι θα μαγεψω την ψυχη μου και θα γνωρισω στιγμες γαληνης. Ηρθα να ξαποστασω και να θαυμασω αυτο το αξιοθαυμαστο τοπιο. Παντου βουνα, γυρω μου γυμνα τα δεντρα απο το χιονι του χειμωνα και απο κατω μου χαλι τα χωραφια και οι δυο λιμνες. Πως να περιγραψω τετοια ομορφια, μακαρι να σας δοριζα τα ματια μου. Καθε σοκακι αυτου του μερους μαγικο και λυτο. Κατευθυνομαι προς την πλατεια, τα σπιτια δημιουργουν μια σκια που παγωνει το χιονι. Προχωρω προσεκτικα. Οι ασημενιες στεγες με τις πετρινες καπνοδοχους, των σπιτιων τωρα ειναι στο υψος του κεφαλιου μου. Στεκομαι στα σκαλια ενος παλιου ερειπωμενου αρχοντικου. Τα παραθυρα και η πορτα αφαντα. Η στεγη μιση. Κι ομως υπαρχει παντου ζωη...