Κυριακή, Μαρτίου 21, 2010

Gil Scott Heron - Running


Because I always feel like running
Not away, because there is no such place
Because, if there was I would have found it by now
Because it's easier to run,
Easier than staying and finding out you're the only one...who didn't run
Because running will be the way your life and mine will be described
As in "the long run"
Or as in having given someone a "run for his money"
Or as in "running out of time"
Because running makes me look like everyone else, though I hope there will ever be cause for that
Because I will be running in the other direction, not running for cover
Because if I knew where cover was, I would stay there and never have to run for it
Not running for my life, because I have to be running for something of more value to be running and not in fear
Because the thing I fear cannot be escaped, eluded, avoided, hidden from, protected from, gotten away from,
Not without showing the fear as I see it now
Because closer, clearer, no sir, nearer
Because of you and because of that nice
That you quietly, quickly be causing
And because you're going to see me run soon and because you're going to know why I'm running then
You'll know then
Because I'm not going to tell you now
.
.
.
.

http://www.youtube.com/watch?v=uD85APVez40

Πέμπτη, Μαρτίου 18, 2010

Επεξηγησεις

Για να 'ναι ελευθερη μια ψυχη πρεπει να δεχεται, σαν ανασενει, οτι σκλαβωθηκε

Για να 'ναι ελευθερη μια αγαπη, πρεπει να μαθει να λιγοψυχα, να δακριζει, να πονα, να υπομενει, να δινει, να φωτιζει, να ανατελει καθε πρωι και να ανθιζει καθε βραδυ

Για να 'ναι ελευθερο ενα χαμογελο πρεπει εχει χρωμα, να εχει ζωη, να 'ναι αθωο, αγνο, γλυκο κι αναλαφρο σαν την δροσια της αυγης

Ενα ελευθερο μυαλο, πρεπει να φυλακιζει και να καιει, καθε αρρωστημενο κυτταρο που του προσφερει η ανελεητη πραγματικοτητα που ζει

Η ελευθερια δεν οριζεται. Αναζητειται. Κρυβεται αναμεσα στις πολυκατοικιες. Αναμεσα στα κενα σκοτεινα σοκακια. Εκει, στο σημειο που ισα ισα φωτιζει το φως του δρομου. Κι εγω ενας νυχτερινος ταξιδιωτης, βαδιζω κατω απο το ημιφως του φεγγαριου. Κοιτω τους γραμμενους τοιχους, τις νερατζιες, τα πεζοδρομια, κοιτω κατω απο τα αμαξια. Μα ανωφελα. Γιατι η ελευθερια κρυβεται μεσα στην κιθαρα, που βλεπω πισω απο την βιτρινα ενος μαγαζιου. Να τωρα ακολουθει τα χναρια ενος νυχτερινου ταξιδιωτη σαν και εμενα. Αυτος βρισκεται στο απεναντι πεζοδρομιο, μα δεν μπορει να την αντικρυσει. .. Η ελευθερια κρυβεται στην αναζητηση...

Αναζητηση ενος λουλουδιου, ενος τηλεφωνου, μιας λεξης, ενος βιβλιου, μιας εικονας, μιας ζωγραφιας, ενος ευχαριστω, ενος φιλιου, μιας αγκαλιας, ενος προορισμου, ενος σ' αγαπω, ενος σε χρειαζομαι, ενος συγνωμη, ενος τελους, μιας φιλιας, μιας μελοδιας, μιας απαντησης, ενος τοπου, μιας πατριδας

Δευτέρα, Μαρτίου 15, 2010

Ξυλινα προσωπεια


Ξημερωσε. Αλλο ενα πρωινο στο παλιο ξυλουργειο. Ο ξυλουργος. Τα κερια που σιγοκαινε. Τα εργαλεια. Το ξυλινο τραπεζι και η καρεκλα κατω απο το μικρο παραθυρο που μπαζει. Η ατμοσφαιρα αποπνικτικη στο υπογειο, με την υγρασια να εισβαλει για τα καλα στους πορους των ξυλων. Για αλλη μια φορα ο ξυλουργος συναντησε τις πρωινες ακτινες του ηλιου, σκαλιζοντας στο κλαδι βερικοκιας, ενα προσωπειο. Γυρω του πεταμενα, ατελη προσωπεια. Ατελειωτες, απεγνωσμενες ωρες προσπαθειας. Το ποτηρι και το μπουκαλι. Το κρασι. Γουλια και σκαλισμα. Προσκολλημενος στο ιδιο εργο. Προσκολλημενος στην προσπαθεια αποτυπωσης του ευατου του, σε ενα εργο τεχνης. Σε ενα δημιουργημα. Κι ομως στο ξυλο, δεν μπορουσε να χαραχθει η ψυχη του. Δεν του το επετρεπε. Η ιδια η δημιουργια του, των καθηλωσε σε εναν ημιτελη κυκλο στιγμων.

Η μερα αποχαιρετουσε την πολη. Το σκαλισμα ενος παλιου καμβα, ειχε μόλις τελειωσει. Ενας αγνωστος χτυπησε την πορτα. Κατεβηκε τα σκαλια. Το προσωπο του μελαχρινο και καλα κρυμμενο μεσα στο μαυρο κασκωλ και στο γιακα του μαυρου παλτου του. Εγνεψε στον ξυλουργο. Ο ξυλουργος κοντοσταθηκε, ακουμπησε τα γυαλια του στο τραπεζι εργασιας. Πλησιασε.

-παρακαλω;
-με συστησαν σε εσας ως τον καλυτερο ξυλουργο της περιοχης, μπορω να σας παραγγείλω καποιο εργο;
-ειμαι στην διαθεση σας
- Εχετε προσπαθησει ποτε να μεταφερετε τα συναισθηματα σας σε ενα εργο τεχνης σας;
-...
-για να γινω πιο συγκεκριμενος, σας χαριζω αυτα τα εργαλεια και σε ανταλλαγμα θα ηθελα να δω την ψυχη σας μεσω ενος εργου σας.
-να σας πω την αληθεια χρησιμοποιω την τεχνη που εμαθα για να ζω. Ποτε μου δεν δημιουργησα κατι ελευθερα.
-Τα εργαλεια ειναι στην διαθεση σας. Εγω απλα μαζευω καποια εργα τεχνης. Μπορειτε να με πειτε εναν ιδιορρυθμο συλλεκτη. Στο ελευθερο σας χρονο μπορειτε να ασχοληθητε με αυτο που σας ζητησα. Δεν ζηταω πολλα πιστευω.

Ο ξενος χαιρετησε τον ξυλουργο, ακουμπωντας την ακρη του καπελου του. Επειτα το μαγαζι εκλεισε. Την αλλη μερα ο ξυλουργος εκανε μια βολτα για να μαζεψει ξυλα. Επιστρεφοντας αναρωτιωταν γιατι επελεξε να δεκτει την προταση του αγνωστου και να ξεκινησει το εργο που του ζητηθηκε... Αρχισε να παρατηρει τους γυρω του, τα προσωπα, τις αντιδρασεις των ανθρωπων, τα βλεμματα τους. Ξαφνικα αρχιζε να δινει σημασια σε καθε συναισθημα που γεννιοταν μεσα του. Η καρδια του γεμιζε στιγμες. Το μυαλου επεξεργαζοταν καθε μηνυμα που δεχοταν απο την υπαρξη του στην ζωη της πολης οπου ζουσε. Σχεσεις, κουβεντες, επαφες με καθε γραναζι του μηχανισμου που συνθετουν αυτην την πραγματικοτητα. Καθε φορα οι μυς του προσωπο του δημιουργουσαν εναν διαφορετικο μορφασμο. Ετσι η ιδεα σφηνωθηκε στο μυαλο του. Καθε συναισθημα και προσωπιο. Επεστρεψε στο ξυλουργιο και ξεκινησε να σκαλιζει. Ο χρονος εχασε την υποσταση του. Ισως και τα χρονια. Το ξυλουργιο του αρχιζε να αραχνιαζει. Τα προσωπεια φτιαχνονταν το ενα μετα το αλλο. Θλιψη, συμπονια, λυπηση, συμπαθεια, κουραση, απεχθεια, μισος, προβληματισμος, φοβος... Ο ξυλουργος ταμενος στο εργο του, κοιμοταν και ξυπναγε με την ιδεα ενος διαφορετικου προσωπειου. Η λαχταρα του να αποτυπωση σε ενα ξυλο, καθε ανθρωπινο συναισθηματα., καθε συναισθημα που ενιωθε κι ο ιδιος, εγινε εμμονη-παθος. Δεν υπηρχε νοημα στην ζωη του χωρις, την αφη των εργαλειων του. Σιγα σιγα εβγαινε ελαχιστα απο το μαγαζι του. Ελαχιστα συναντουσε τον ηλιο. Ελαχιστες και συγκεκριμενες εγιναν οι στιγμες επαφης του με τους γυρω. Περιοριζονταν στην αγορα φαγητου, κεριων και διερευνησης καλων ξυλων. Ο ξενος δεν εμφανιστηκε ποτε ξανα. Μεχρι ενος σημειου η δημιουργια πηγαινε καλα. Δεν τον ενοιαζε πλεον τιποτε εκτος του σκαλισματος της ζωης. Ας μην ερχοταν ποτε ο ξενος...

Εφταιγε οτι δεν εβρισκε το καταλληλο ξυλο; η εφταιγαν τα χερια του. Μηπως εφταιγε η ψυχη του εντελει; Το προσωπιο δεν φτιαχνοταν οπως ηθελε. Το αποτελεσμα εμοιαζε ψευτικο. Δεν υπηρχε καμια αληθεια στο αψυχο αυτο ξυλο. Ο ευατος ειχε πλεον χαθει αναμεσα στα ξυλα. Ενα αψυχο κουτσουρο και η ψυχη του, αφου αυτο το ταξιδι των εκανε να ματωνει καθε φορα την πληγη του. Μια αποτυχημενη αναζητηση, μια απελπισμενη προσπαθεια να αποτυπωση την ευτυχια. Το προσωπιο ψευτικο. Τι εδειχνε αραγε; πως ηταν τα ματια του προσωπου; πως ειχαν σκαλιστει τα χειλη; τα φρυδια; τα μαγουλα; οι ρυτιδες; Ξαφνικα η πορτα του μαγαζιου ανοιξε. Το τριξιμο της πορτας των ανατριχιασε τοσο πολυ που τιναχτηκε απο την θεση του. Απο το μικρο ανοιγμα της πορτας φανηκε το προσωπο ενος νεου. Αφου αναζητησε μεσα στο ημιφωτισμενο υπογειο εναν ανθρωπο, ειδε τον ξυλουργο τον χαιρετησε και ειπε

-πραγματικα δεν εχω ξαναδει πιο ζωντανα προσωπα. Μα πως τα χαραξατε; τα πουλατε; με ενδιαφερει πολυ να ασχοληθω με τα ξυλα, να χαραζω, δεχεστε μαθητες;

Ο ξυλουργος με αγωνια και σαν να μην θυμοταν πως να επιλεγει τις λεξεις για να απαντησει ειπε

- Αν θες να μαθεις πως αποτυπωνουν συναισθηματα πανω σε ενα ξυλο, πρεπει πρωτα να σκαλισεις την ζωη.
-...
- Τελικα ομως εγω δεν καταφερα να ζησω... με καταπιαν τα ξυλα που αγαπησα και η ελπιδα που δεν ηρθε ποτε απροσμενα, μεσα απο τουτα τα ξυλα.




"Ο αντρας αισθανοταν σαν ενα ζωο, που επιτελους αντιληφθηκε οτι η τρυπα στο φραχτη, απ' την οποια λογαριαζε ν'αποδρασει, δεν ηταν παρα η εισοδος στο κλουβι που το περιμενε απ'εξω."

Kobο Αbe

Κυριακή, Μαρτίου 14, 2010

Το τρενο των αναμνησεων η αλλιως μια παλια hip hop συλλογη.

Αλλο ενα περιεργο πρωινο. Μπορω να πω οτι το αισθημα οτι ειμαι εσωκλειστος σε μια μικρη αγροτικη φυλακη - με τα εξαναγκαστικα εργα- η σε ενα ψυχιατρικο ιδρυμα, αυτο το πρωινο, εχει εξαφανιστει! Λιγο ο καθαρος ουρανος, λιγο τα μαυρα συνεφακια που επιτελους ξαπωστειλε ο Βαρδαρης, λιγο ο ηλιος, λιγο η συλλογη αμερικανικου hip hop των 90's που ακουγαμε μικροι, μου εφτιαξαν την διαθεση. Βεβαια η νοσταλγια, νοσταλγια! Σχεδον σε καθε μου στιγμη, νοσταλγω. Μα ειναι πανεμορφο να ταξιδευεις με οδηγο την νοσταλγια, στα παλια. Στα αξιομνημομευτα. Ας μενει μετα στην καρδια σου αυτο το περιεργο συναισθημα... Ειναι σαν την ευθυμια που μετατρεπεται αυτοματα σε κατηφεια, οταν απο εκει που ο ουρανος ειναι πεντακαθαρος ξαφνικα ενα, δυο μαυρα συννεφα τον σκοτεινιαζουν και μαυριζουν το σκηνικο. Ειτε οπως την διψα που μενει ανικανοποίητη, οταν στα χερια σου εχεις ενα μισογεματο μπουκαλι νερο και μια λογικη που λεει οτι δεν πρεπει να το αδειασεις τελειως. Οπως και να 'χει ειναι απιστευτο να νοσταλγεις. Αναμνησεις... Ενα ταξιδι στις πλατειες τοτε που με τις τσαντες, τις κιθαρες και τα αρμονια στις πλατες τρεχαμε και δεν φταναμε, κυνηγοντας την ευτυχια και τις στιγμες. Θυμαμαι σαν να 'ναι τωρα, τις μοναχικες βολτες με τα ακουστικα κολλημενα στα αυτια, ακουγοντας απο τον τοπο της φυγης, μεχρι το karma των mood, του Guru και του τραινο της σκεψης του talib kweli. Πραγματικα ανατριχιασα! Γιατι να μην δακρυσω; αυτο το δακρυ ερχεται κατευθειαν απο την ψυχη. Οτι πιο καθαριο. Ειναι γιατρεια. Η πεπτουσια της ανθρωπινης φυσης. Σαν να πεφτεις σε ενα εδαφος στρωμενο απο πουπουλα... Καθαροτητα και γαληνη εστω και για καποια δευτερα. Κι ολα αυτα χαρη στον main flow η τους goodie mob, στον wycleaf η στον chυck d και στον Μιχαλη; η χαρη στον δρομο, στα μικροφωνα, στο ονειρολογιο η στα πρωτα στιχακια μας και στις πρωτες ανακατοσουρες με τις μποτες, τα ταμπουρα και τα χι χατ;
Ολα αυτα χαρη στην παιδικοτητα, την αγνοτητα, την αγνοια, τον ενθουσιασμο και στην μεταφραση που κανει ενα παιδι με τους φιλους του, στην πραγματικοτητα. Οσοι με νιωθετε, ξερετε! Βαγγο, Βαιε, Χρησταρα, Αλεξακο- unripe! χαχα, μην τυχον και ξεχασετε ποτε. Η ψυχη δεν ξεχνα αλλωστε ετσι; Ενα ποστ που θα σχολιαζε τα καινουρια δεδομενα στον θαλαμο μας, κατεληξε παλι ενα ταξιδι στα παιδικα μας χρονια. Και να 'ταν μονο αυτα; εγω τουλαχιστον χαιρομαι που τιποτα δεν μολυνε την παιδικοτητα μου. Απο κει και περα το που βρισκομαι τωρα ειναι αλλη ιστορια. Τα μαλλια μου ασπρισαν λιγο παραπανω φαινεται και η ντροπη μου θεριεψε...Τεσπα οπως θα ελεγε ο καθε ραππερ τοτε κλεινοντας! One love!

Σάββατο, Μαρτίου 13, 2010

Εξαναγκασμός

Θελησε η σιωπη να καλυψει καθε ουρλιαχτο, καθε κραυγη, καθε κλαμμα. Θελησε να γινει λεξη για να γιατρεψει την καρδια, να γινει τραγουδι για να ταξιδεψει την θλιψη. Αν δεν υπηρχαν οι νοτες η η γραφη;
Ενας απεραντος δακρυσμενος ουρανος.
Διαλεξε η σιωπη να γινει μια λογικη και μια κραυγη φυλακισμενη μεσα στο μυαλου το αβατο. Κανταντησε ομως μια αγιατρευτη πληγη, μια φυλακη.
Κανεις δεν δεχεται!
Κανεις δεν ακουει!
Κανεις δεν καταλαβαινει!
Καμια κατανοηση; Τα λογια παιρνουν μορφη ιστου και κλωστης και τυλιγονται γυρω απο το προσωπο. Ενα στομα χιαστι ραμμενο.
Σωπαινεις. Σωπαινω.
Θελησε η σιωπη να γινει βαλσαμο εστω για μια φορα. Εγινε; Οι λεξεις και οι νοτες ποτισαν την οργη με περισσοτερο οργη; Η πορτα του κελιου ανοιξε; η το κελι δεν ειναι η σιωπη, αλλα η πραγματικοτητα και η ελευθερια που ζηταμε ο ενας απο τον αλλον; Μηπως ζητας την ελευθερια σου, απαιτωντας την σιωπη μου; μηπως το κελι ειναι η καταδεκτικοτητα; η ανεκτικοτητα; ποιος καταδεχεται; ποιος ανεχεται; ποιος υπομενει; Φυλακιζω το μυαλο με την σιωπη μου. Μια ακομη επιλογη. Μια ακομη εύλογη απορία... Επιλογη η σιωπη. Φυλακη η σιωπη. Οι λεξεις και οι νοτες η μονη ελπιδα.

Τετάρτη, Μαρτίου 03, 2010

Ταξιδι

Σαν να τα εχω βαλει με την φυση. Ετσι νιωθω. Οτι και να κανω η φυση, ανικητη. Καθε περιπατος, καθε ταξιδι, σαν να 'ναι μεσα στην βροχη και κοντρα στον ανεμο. Προσωπα γκριζα. Ομοιομορφη ενδυμασια. Τα παντα προσεγμενα και εντυπωσιακα, πανοφορια και παπουτσια σε γκριζο χρωμα με παντελονια μαυρα. Παντου μια εκνευριστηκη ομοιομορφια. Ο δρομος αγνωστος, απατιτος. Κανενα γνωριμο προσωπο διπλα μου. Βρισκομαι στην μεση αυτης της πορεια και γυρω αυτες οι περιεργες υπαρξεις. Αδυνατω να δω το χρωμα των ματιων τους, αδυνατω να καταλαβω για ειμαστε στην ιδια πορεια. Αδυνατω να νιωσω τι πραγματικα ειναι αυτο που μας κανει να πορευομαστε μαζι. Κι ομως προχωραμε - Το φεγγαρι δινει την ασημενια αποχρωση του στα σταχια που βρισκονται εκατερωθεν του δρομου- Στην μεση του πουθενα, μεσα σε αυτην την μεγαλη πεδιαδα που βρισκομαστε με τις μικρες αλλα συνεχεις υψομετρικες διακυμανσεις, στεκεται ενα πευκο. Ποσο κουραγιο μου δινει αυτη η εικονα. Συνηρμικα... η μοναξια του δεντρου μεσα στην ομοιορφια του τοπιου, με τις μικρες πετρες, τους κοντους θαμνους και το κοκκινο ανακατεμενο χωμα, μου φανταζει ιδια με την μονοξια μου μεσα σε αυτην την πομπη, σε αυτο το περιεργο ταξιδι. Ετσι αγωνιω να μετακινηθω μεσα στην μαζα απο ανθρωπους. Νιωθω οτι ο περιπατος αυτος ειναι ανοητος. Εγω γνωριζω οτι ταξιδευω χωρις να υπαρχει καποιος προορισμος. Αλλωστε δεν χρειαζεται χαρτης για να σου δειξει την διαδρομη στο ονειρο. Απλα ακολουθεις την διαδρομη που χαραζει η θεληση σου, η ασυγκράτητη παιδικη θεληση. Ονειρο σημαινει το τιποτα. Ονειρο σημαινει η ζωη. ονειρο σημαινει αγαπη. Ονειρο σημαινει θανατος. Ονειρο σημαινει πονος, θλιψη, δακρυα, ευτυχια, γελιο, χαμογελο. Ονειρο σημαινει ενα ταξιδι χωρις επιστροφη. Ονειρευομαι...ταξιδευω. Προσπαθω να κατανοησω γιατι στα ματια των γυρω μου φαινεται ο προορισμος. Εγω ξερω οτι οσοι ονειρευονται δεν γνωριζουν πως θα επελθει το τελος ειτε ποιος ειναι ο προορισμος τους. Αλλωτε φανταζει παραδεισος, αλλωτε κολαση. Απορω. Ειτε λοιπον θα με ποδοπατησουν, διοτι ηδη ξερουν τον προορισμο τους, ειτε θα πορευθουν μη γνωριζοντας γιατι ταξιδευουν, μενοντας αμετοχοι σε αυτο το ταξιδι. Αμετοχοι στην ζωη. Η νυχτα εχει καλυψει τα παντα. Η σιωπη με εχει καταβαλει. Αρχιζω να φανταζομαι τους ηχους ενος πιανου, η καλυτερα μιας μικρης ορχηστρας. Ξαφνου ακουω μουσικη. Μου φαινονται ολα τοσο ματαια. Δεν εχω καμια επαφη με κανενα. Χανω καθε υπομονη... Ο αερας τρυπαει τα αυτια μου. Το χωμα σηκωνεται με ορμη και τυφλωνει τα ματια μου. Τα συννεφα καλυπτουν το φεγγαρι. Κλεινω τα ματια μου. Η μαζα αυτη των ανθρωπων εχει χωριστει σε δυο γραμμες. Εγω αποπροσανατολισμενος εχω μεινει στην μεση. Διακρινω οτι εχουν δημιουργηθει ομαδες ατομων σε σειρα, αριστερα και δεξια, που τις χωριζει μια κεφαλη, ενα ατομο, μαυροφορεμενο. Δεν μπορω να διακρινω το προσωπο του. Το υψος του ειναι κανονικο. Τα χερια του σηκωνοντε κατα τακτα χρονικα διαστηματα και δινουν στους πισω εναν ρυθμο... Δεν μπορω να διατυρω συνεχεια τον ιδιο ρυθμο. Εγω υπακουω στον δικο μου χρονο. Σταματαω. Αμεσως νιωθω πιο ελευθερος. Διακρινω την πομπη να χανεται πισω απο τους αναρίθμητους κοντους λοφους. Ο δρομος βρισκεται ακομη εκει. Βεβαια τωρα μπορω και εχω καθαρο οριζοντα. Εχοντας την δυνατοτητα να φανταστω, αφηνω το σωμα μου να υπερνικησει την βαρυτητα. Ανυψωνομαι και βλεπω χιλιαδες παραδρομους. Γυρω απο αυτην την υψομετρικη ασυμετρια, υπαρχουν βουνα με ομαλες καμπυλοτητες, πυκνα δασοι και ποταμια. Μια φυσικη πανδεσια. Η νυχτα βεβαια δεν με βοηθα να κοιτω μακρυα. Στα αυτια μου αντηχει η ατμοσφαιρικοτητα του πιανου, μια σκοτεινη, θλιβερη, νοσταλγικη, ανατολιτικη, συμφωνια. Παταω ξανα στην γη. Η πομπη φαινεται να αφησε καποιους πισω. Αποψε συναντησα μια ψυχη. Μια ψυχη σαν την δικια μου. Μονο και μονο επειδη εμεινε πισω. Εμεινε εκει ενας ανθρωπος, ρακενδυτος, νικημενος απο τον ρυθμο αυτης της πορειας, νικημενος απο την ματαιοτητα, απο την καθοδηγηση, απο την υπομονη, απο την μιζερια. Υπνοτισμενος και συμβιβασμενος απο την διαδρομη αυτη φαινεται να αφεθηκε κι αυτος, σε μιαν αλλη μοιρα. Σε εναν αλλο κοσμο. Τωρα στεκει πισω σαν χαμενος, μα χαρουμενος. Μακαρι να συναντηθει η χαρα μας.

Σημερα, στεκω ψηλα σε ενα υψωμα. Ο ηλιος γλυκανε την καρδια μου. Αναζητω ακομα τον δρομο μου. Μολις που περνω την πυλη ενος πετρινου χωριου ξεχασμενου στον χρονο. Η πετρα των σπιτιων εχει γινει ενα με το βουνο. Ηρθα εδω γνωριζοντας οτι θα μαγεψω την ψυχη μου και θα γνωρισω στιγμες γαληνης. Ηρθα να ξαποστασω και να θαυμασω αυτο το αξιοθαυμαστο τοπιο. Παντου βουνα, γυρω μου γυμνα τα δεντρα απο το χιονι του χειμωνα και απο κατω μου χαλι τα χωραφια και οι δυο λιμνες. Πως να περιγραψω τετοια ομορφια, μακαρι να σας δοριζα τα ματια μου. Καθε σοκακι αυτου του μερους μαγικο και λυτο. Κατευθυνομαι προς την πλατεια, τα σπιτια δημιουργουν μια σκια που παγωνει το χιονι. Προχωρω προσεκτικα. Οι ασημενιες στεγες με τις πετρινες καπνοδοχους, των σπιτιων τωρα ειναι στο υψος του κεφαλιου μου. Στεκομαι στα σκαλια ενος παλιου ερειπωμενου αρχοντικου. Τα παραθυρα και η πορτα αφαντα. Η στεγη μιση. Κι ομως υπαρχει παντου ζωη...