Ξημερωσε. Αλλο ενα πρωινο στο παλιο ξυλουργειο. Ο ξυλουργος. Τα κερια που σιγοκαινε. Τα εργαλεια. Το ξυλινο τραπεζι και η καρεκλα κατω απο το μικρο παραθυρο που μπαζει. Η ατμοσφαιρα αποπνικτικη στο υπογειο, με την υγρασια να εισβαλει για τα καλα στους πορους των ξυλων. Για αλλη μια φορα ο ξυλουργος συναντησε τις πρωινες ακτινες του ηλιου, σκαλιζοντας στο κλαδι βερικοκιας, ενα προσωπειο. Γυρω του πεταμενα, ατελη προσωπεια. Ατελειωτες, απεγνωσμενες ωρες προσπαθειας. Το ποτηρι και το μπουκαλι. Το κρασι. Γουλια και σκαλισμα. Προσκολλημενος στο ιδιο εργο. Προσκολλημενος στην προσπαθεια αποτυπωσης του ευατου του, σε ενα εργο τεχνης. Σε ενα δημιουργημα. Κι ομως στο ξυλο, δεν μπορουσε να χαραχθει η ψυχη του. Δεν του το επετρεπε. Η ιδια η δημιουργια του, των καθηλωσε σε εναν ημιτελη κυκλο στιγμων.
Η μερα αποχαιρετουσε την πολη. Το σκαλισμα ενος παλιου καμβα, ειχε μόλις τελειωσει. Ενας αγνωστος χτυπησε την πορτα. Κατεβηκε τα σκαλια. Το προσωπο του μελαχρινο και καλα κρυμμενο μεσα στο μαυρο κασκωλ και στο γιακα του μαυρου παλτου του. Εγνεψε στον ξυλουργο. Ο ξυλουργος κοντοσταθηκε, ακουμπησε τα γυαλια του στο τραπεζι εργασιας. Πλησιασε.
-παρακαλω;
-με συστησαν σε εσας ως τον καλυτερο ξυλουργο της περιοχης, μπορω να σας παραγγείλω καποιο εργο;
-ειμαι στην διαθεση σας
- Εχετε προσπαθησει ποτε να μεταφερετε τα συναισθηματα σας σε ενα εργο τεχνης σας;
-...
-για να γινω πιο συγκεκριμενος, σας χαριζω αυτα τα εργαλεια και σε ανταλλαγμα θα ηθελα να δω την ψυχη σας μεσω ενος εργου σας.
-να σας πω την αληθεια χρησιμοποιω την τεχνη που εμαθα για να ζω. Ποτε μου δεν δημιουργησα κατι ελευθερα.
-Τα εργαλεια ειναι στην διαθεση σας. Εγω απλα μαζευω καποια εργα τεχνης. Μπορειτε να με πειτε εναν ιδιορρυθμο συλλεκτη. Στο ελευθερο σας χρονο μπορειτε να ασχοληθητε με αυτο που σας ζητησα. Δεν ζηταω πολλα πιστευω.
Ο ξενος χαιρετησε τον ξυλουργο, ακουμπωντας την ακρη του καπελου του. Επειτα το μαγαζι εκλεισε. Την αλλη μερα ο ξυλουργος εκανε μια βολτα για να μαζεψει ξυλα. Επιστρεφοντας αναρωτιωταν γιατι επελεξε να δεκτει την προταση του αγνωστου και να ξεκινησει το εργο που του ζητηθηκε... Αρχισε να παρατηρει τους γυρω του, τα προσωπα, τις αντιδρασεις των ανθρωπων, τα βλεμματα τους. Ξαφνικα αρχιζε να δινει σημασια σε καθε συναισθημα που γεννιοταν μεσα του. Η καρδια του γεμιζε στιγμες. Το μυαλου επεξεργαζοταν καθε μηνυμα που δεχοταν απο την υπαρξη του στην ζωη της πολης οπου ζουσε. Σχεσεις, κουβεντες, επαφες με καθε γραναζι του μηχανισμου που συνθετουν αυτην την πραγματικοτητα. Καθε φορα οι μυς του προσωπο του δημιουργουσαν εναν διαφορετικο μορφασμο. Ετσι η ιδεα σφηνωθηκε στο μυαλο του. Καθε συναισθημα και προσωπιο. Επεστρεψε στο ξυλουργιο και ξεκινησε να σκαλιζει. Ο χρονος εχασε την υποσταση του. Ισως και τα χρονια. Το ξυλουργιο του αρχιζε να αραχνιαζει. Τα προσωπεια φτιαχνονταν το ενα μετα το αλλο. Θλιψη, συμπονια, λυπηση, συμπαθεια, κουραση, απεχθεια, μισος, προβληματισμος, φοβος... Ο ξυλουργος ταμενος στο εργο του, κοιμοταν και ξυπναγε με την ιδεα ενος διαφορετικου προσωπειου. Η λαχταρα του να αποτυπωση σε ενα ξυλο, καθε ανθρωπινο συναισθηματα., καθε συναισθημα που ενιωθε κι ο ιδιος, εγινε εμμονη-παθος. Δεν υπηρχε νοημα στην ζωη του χωρις, την αφη των εργαλειων του. Σιγα σιγα εβγαινε ελαχιστα απο το μαγαζι του. Ελαχιστα συναντουσε τον ηλιο. Ελαχιστες και συγκεκριμενες εγιναν οι στιγμες επαφης του με τους γυρω. Περιοριζονταν στην αγορα φαγητου, κεριων και διερευνησης καλων ξυλων. Ο ξενος δεν εμφανιστηκε ποτε ξανα. Μεχρι ενος σημειου η δημιουργια πηγαινε καλα. Δεν τον ενοιαζε πλεον τιποτε εκτος του σκαλισματος της ζωης. Ας μην ερχοταν ποτε ο ξενος...
Εφταιγε οτι δεν εβρισκε το καταλληλο ξυλο; η εφταιγαν τα χερια του. Μηπως εφταιγε η ψυχη του εντελει; Το προσωπιο δεν φτιαχνοταν οπως ηθελε. Το αποτελεσμα εμοιαζε ψευτικο. Δεν υπηρχε καμια αληθεια στο αψυχο αυτο ξυλο. Ο ευατος ειχε πλεον χαθει αναμεσα στα ξυλα. Ενα αψυχο κουτσουρο και η ψυχη του, αφου αυτο το ταξιδι των εκανε να ματωνει καθε φορα την πληγη του. Μια αποτυχημενη αναζητηση, μια απελπισμενη προσπαθεια να αποτυπωση την ευτυχια. Το προσωπιο ψευτικο. Τι εδειχνε αραγε; πως ηταν τα ματια του προσωπου; πως ειχαν σκαλιστει τα χειλη; τα φρυδια; τα μαγουλα; οι ρυτιδες; Ξαφνικα η πορτα του μαγαζιου ανοιξε. Το τριξιμο της πορτας των ανατριχιασε τοσο πολυ που τιναχτηκε απο την θεση του. Απο το μικρο ανοιγμα της πορτας φανηκε το προσωπο ενος νεου. Αφου αναζητησε μεσα στο ημιφωτισμενο υπογειο εναν ανθρωπο, ειδε τον ξυλουργο τον χαιρετησε και ειπε
-πραγματικα δεν εχω ξαναδει πιο ζωντανα προσωπα. Μα πως τα χαραξατε; τα πουλατε; με ενδιαφερει πολυ να ασχοληθω με τα ξυλα, να χαραζω, δεχεστε μαθητες;
Ο ξυλουργος με αγωνια και σαν να μην θυμοταν πως να επιλεγει τις λεξεις για να απαντησει ειπε
- Αν θες να μαθεις πως αποτυπωνουν συναισθηματα πανω σε ενα ξυλο, πρεπει πρωτα να σκαλισεις την ζωη.
-...
- Τελικα ομως εγω δεν καταφερα να ζησω... με καταπιαν τα ξυλα που αγαπησα και η ελπιδα που δεν ηρθε ποτε απροσμενα, μεσα απο τουτα τα ξυλα.
"Ο αντρας αισθανοταν σαν ενα ζωο, που επιτελους αντιληφθηκε οτι η τρυπα στο φραχτη, απ' την οποια λογαριαζε ν'αποδρασει, δεν ηταν παρα η εισοδος στο κλουβι που το περιμενε απ'εξω."
Kobο Αbe
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου